- πρόσληψη
- η / πρόσληψις, -ήψεως, ΝΜΑ, και σε πάπ. πρόσλημψις Α [προσλαμβάνω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσλαμβάνω, η επιπρόσθετη λήψη ενός πράγματοςνεοελλ.1. ο διορισμός ενός προσώπου σε μια υπηρεσία ή εργασία2. (ψυχολ.) η πρόσκτηση και αφομοίωση νέων παραστάσεων με τη βοήθεια συγγενών παραστάσεων που υπάρχουν ήδη στη συνείδηση3. φυσιολ. η λήψη και αφομοίωση τής τροφής που γίνεται για να αναπληρωθούν οι οργανικές ουσίες που φθείρονται4. (κοινων.) η εναρμόνιση τής σκέψης, τής διάθεσης αλλά και τής συμπεριφοράς τού ατόμου προς το κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο ασκεί σημαντική επίδραση στο άτομο5. (παιδαγ.) η κατάληψη, δηλαδή η κατανόηση και η αφομοίωση τών γνώσεων που παρέχονται κατά τη διάρκεια τής διδασκαλίαςμσν.-αρχ.η επί πλέον απόκτηση («δυνάμεως πρόσληψις», Ιώσ.)αρχ.1. εκκλ. η υποδοχή τών νεοφώτιστων στους κόλπους τής εκκλησίας2. υπηρεσιακή προαγωγή4. (λογ.) α) ο σχηματισμός συλλογισμού με τη λήψη άλλης πρότασηςβ) (σε συλλογισμό) η ελάσσων πρόταση.
Dictionary of Greek. 2013.